Β
Βαΐζω - βάϊσι =γέρνω
Βάκουφο = περιουσία της εκκλησίας
Βαρκό = τόπος με λίγο νερό
Βιτούλι = κατσίκι που δεν χρόνιασε
Βουλά = φορά
Βουτσκώνω ( ...βούτσκωσι η άλλ... = θυμώνω (θύμωσε η άλλη)
Γ
Γαλάρια = αυτά που έχει γάλα
Γιόμα = προς το μεσημεριανό φαγητό (...να γιοματήσουμι...)
Γκαβός-γκαβώθκα=τυφλώθηκα δε βλέπω τίποτα (γκαβώθκα απ'τουν καπνό...)
Γκανιάζω = κλαίω γοερά - γκάνιαξι στου κλάμα...
Γκέσα = μαύρη γίδα
Γκιζιράω=τριγυρνάω - ίσως και άσκοπα
Γκορτζιά = αγριοαχλαδιά
Γκουρλώθκα-γλουρλώθηκα-πνίγηκα(με τη μπουκιά)
Γκουτζιάμ- κοτζιάμ πιδί=μεγάλο τρανό
Γλαβανή = το άνοιγμα προς το ταβάνιhttps://www.facebook.com/DIMITRISZAMPRAS/posts/1737470433088941
Γράδα =μονάδα μέτρησης αλκοόλ
Γρέκι = τόπος όπου κοιμούνται τα γίδια ή τα πρόβατα
Γρουμπούλι =εξώγκομα
ΔΔημοσιά - (...να παρς τη δημοσιά...): δρόμος για αυτοκίνητα
Διαλέγω = καθαρίζω, αποφλοιόνω
Διαούρτι = γιαούρτι
Διπλάρκα = δίδυμα
Ε
Έρμου= μοναχό
Ζ
Ζα (τα) = τα ζώα
Ζάβατος = δάσος καστανιάς
Ζαγάρ' = κυνηγόσκυλο
Ζαγκανάω, ( η μκρή ζαγκανάει...) = κουνάω, κουνιέται...
Ζαλίκα = στη πλάτη
Ζαλίκι = το φόρτωμα που μπαίνει στη πλάτη
Ζήβα τη φωτιά... = σβήσε
Ζλάπ...'= άγριο ζώο
Ζούδ', τι ζουδ' πέρασι απόψι... = ονομασία για ερπετά ή έντομα
Ζούπα = πίεσε
Θ
Θαμένομαι (θαμένομι μαναχά...) = απορώ μαζί σου
Ι
Ιδιάζω = ετοιμάζω το νήμα για τον αργαλειό
Κ
Κακαράντζες = τα"κακά" της γίδας
Καλοσκέρσα (...δεν καλοσκέρσα κιράσια φέτου...) = πρωτοδοκίμασα γεύση από τη νέα σοδειά
Καμότες = θεατρινισμοί, ταχαμ - τάχαμ
Καναβιά = τριχιά
Καταντιά, (...καμία καταντιά δεν έφκιασι...) = κακή κατάσταση , ξεπεσμός
Κεφαλάρ' = το ακαλλιέργητο τμήμα μεταξύ δύο χωραφιών
Κλαπατσίγκανα = τα μουσικά όργανα ορχήστρας πανηγυριού
Κλαρίζου: Κόβω τα κλαδιά δένδρου
Κλιτσνάρια = πόδια
Κλοτσοτύρι =παράγωγο ξυνόγαλου
Κόθρος = γωνία , τα ακριανά κομμάτια πίτας ή γλυκού Κοκκόσιες = καρύδια
Κολοκούρσμα = κούρεμα προβάτου
Κουτάω (...δεν τ' κουτάει να πιρασ' του ρέμα...) = τολμώ
Κότσιαλου = το κοτσάνι που μένει όταν ξεσπυριστεί το καλαμπόκι
Κουμάσ' = το σπίτι του γουρουνιού αλλά και για άνθρωπο: ''...ινι γιρό κουμάσ...''
Κουτράω = χτυπάω ή σπρώχνω με το κεφάλι
Κούσιαλο = καταβεβλημένος άνθρωπος, γέροντας (υποτιμητικά).
Κουσεύω = τρέχω (...αρα μη κουσεύς...)
Κουσιεύω -από κοσί – κοσεύω=τρέχω γρήγορα
κουσιά= μεγάλο δρεπάνι με μακριά ξύλινη λαβή για κόψιμο τριφυλλιού κ.λ.π.
Κουτέλι = σκυλί που τριγυρίζει άσκοπα
Κούτσκιου = μικρό (küçük: τουρκική γλώσσα)
Κρένω = φωνάζω, μιλάω , (κρινι μούτε...)
Κρένω=μιλάω (δε σι κρένω...)
Κραμποκούκι = είδος ψωμιού με καλαμποκίσιο αλεύρι
Κρεμαντζουλίσκα = κρεμάστηκα από τα χέρια
Κριτσιανάω = τρώγω τρίζοντας...
Κριτσίλωσε = στράβωσε
Λ
Λάγανο (λάγανο έβγαλα...) = βράχνιασμα από πολλές φωνές ή πολυλογία
Λάκα = επίπεδο τμήμα εδάφους
Λάκ'σι: = έφυγε γρήγορα
Λαντζοκόβω = ανυπομονώ, ανησυχώ (χωρίς σχέση με Λάντζ...)
Λατσούδα = κλαδί από έλατο
Λειανοφάσλα = φασόλια μικρά
Λειάντσα = τεμάχισα, κομμάτιασα
Λέσιο, λισίμ' = βρώμικο ζώο
Λιμασμένο = το πολύ πεινασμένο
Λ'τάρι = σχοινί (δένανε τα μουλάρια, άλογα, φοράδες...)
Λοβιάζω = βρωμίζω
Λοιμπά = όρχεις
Λούρα = βέργα
Λτσέκι = μονάδα βάρους
Μ
Μακιλεύκα = χτύπησα πολύ άσχημα
Μανάρ' = αρνάκι που έχει ιδιαίτερη περιποίηση
Μαρκάλος = ζευγάρωμα ζώων
Μαυλάου = καλώ το ζώο να έρθει κοντά μου
Μουνούχι = το τεχνικά στειρωμένο
Μισάλ-μισάλι=τα μάλλινα τραπεζομάντηλα που τύλιγαν το ζυμάρι για να ζεσταθεί και να φουσκώσει
Μπαϊλτσα τ'απίστουμα = κουράστηκα σκυμμένη/ος κουράζομαι υπερβολικά, εξουθενώνομαι
από την τουρκική bayıldım, αόριστος του ρήματος bayilmak ( = λιποθυμώ)
Μπάλα = μέτωπο , κούτελο ,(μι βάρσει ου ήλιους κατάμπαλα)
Μπαλατσάρσα = παλάβωσα, τάχασα, χάζεψα...
Μπιζέρσα = βαρέθηκα, κουράστηκα
Μπλαθρί = χοντρό
Μπλαντσ(ζ)ιάσκα (...έμπλαξα τον/την...) = ανταμώθηκα
Μπλιόρ' = τράγος από ενός έως δύο ετών
Μπλατσανάω - (πλατσανάω) = χτυπάω με τα πόδια ή και με τα χέρια το νερό
Μπουρμπουτσέλ' = γενικά τα άγνωστα μικρά έντομα
Μπράσκα = πολύ μεγάλος βάτραχος
Μστόβλαχος = χαζός
Μπουχαρί, (...α γεμ καπνίζ σα μπουχαρί...): η καμινάδα εσωτερικά
Ν
Νομ = δώσε μου
Νίλα = πανωλεθρία , καταστροφή
Νουγάω (δε νουγάει ντιπ...) = καταλαβαίνω
Ντάβανος = είδος εντόμου
Ντιρλικώνου-ντερλικώνω=έφαγα πολύ
Ντιρλίκ' = πλούσιο φαγητό
Ντράβαλος (δε θέλω ντράβαλα...) = φασαρία
Ξ
Ξάι = μερτικό που έπαιρνε ο μυλωνάς...
Ξεζάρκοτος = γυμνός από τη μέση και πάνω, ο χωρίς πανωφόρι...
Ξεστρίφτκα = εξαντλήθηκα
Ξετσιαουλιάσκα = μου φύγαν τα σαγόνια απ' το χασμουρητό
Ξιμπλέτσοτ' = ξεβράκωτη...η προκλητικά ντυμένη
Ξιϊσκιουτους-ξιϊσκιωτος=αυτός που δεν έχει αύρα (ίσκιο)
Ο
Οβολιός = σωρός από πέτρες ή από ''κακά...''
Ουδίζω = μοιάζω με άλλον
Ουρσούζκους-ουρσουζκεύω - κακότυχος , βλαβερός, σπέρνω διχόνια
Ορσίδα = κανάλι στη πλαγιά του βουνού από το οποίο μετά από βροχή ή χιόνι παρασύρονται πέτρες
Όχτος = φυσικό χωμάτινο αντέρεισμα (ένας μικρός γκρεμός)
Όψ'μο = άργησε να ωριμάσει
Π
Παρασάνταλος = ανάπηρος ,γενικά αυτός που έχει άσχημη όψη
Πατλιά = μεγάλο αγκάθι που μπαίνει στα πόδια
Παχνί = ταΐστρα
Περδικούλα: (μεταφ.) = ψυχή , (το λέει η περδικούλα τ...)
Περονιάζω = διαπερνώ
Πιρδικλώθκα , μπιρδικλώθκα-= μπερδεύτηκαν τα πόδια
Πιστρώνομαι = κάθομαι
Πλακανίδα = επίπεδη πλάκα μεγάλων διαστάσεων
Πλαλάω=πιλαλώ=τρέχω
Πλαστός = χορτόπιτα με ζύμη καλαμποκάλευρου
Πλίματα = υπολείματα φαγητού με προορισμό το γουρούνι...
Πλόχερο = χούφτα του ενός χεριού
Πόντζι = ρόφημα για το κρυολόγημα (ζεστό τσίπουρο)
Πούντα = κρύωμα
Πουτινός ή μπουτινός = ο χώρος ανάμεσα στο ταβάνι και τη σκεπή
Πουτσαρίνα = γεροδεμένη, δραστήρια γυναίκα
Πουτσαράς = γεροδεμένος, δραστήριος άνδρας
Πρατίνα = προβατίνα
Προγκάω = τρομάζω ένα ζώο για να φύγει
Πρόπ'σα (...α γεμ δεν πρόπσι...): = πρόλαβα
Πυρουμάδα = φέτα ψωμιού ζεσταμένη στο τζάκι
Ρ
Ρασεύω = κουνιέμαι, τριγυρίζω
Ρογκαλιάσκι = τρυπήθηκε το ζώο από κομμάτι ξύλου
Ρόκα = καρπός καλαμποκιάς
Ρουχνάω = ροχαλίζω
Ρυμουσέλ' = έρμο , χωρίς αφέντη - κύριο
Σ
Σαρμανίτσα = κρεβάτι βρέφους (κούνια)
Σβάρνα = εργαλείο του ζευγολάτη
Σβαρνίσκα = σύρθηκα
Σβόερας = δραστήριος , ανήσυχος
Σιλτές-στρώμα κρεββατιού
Σιρκό = αρσενικό
Σ'μά = κοντά
Σκαμνιά = μουριά
Σιούτα = γίδα χωρίς κέρατα
Σπρούχνη = η στάχτη με αναμμένα κάρβουνα
Σταλίζω, στάλος (ο): Καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ανάπαυση των ζώων κάτω από τον ίσκιο των δέντρων
Σταλικομένος = καθηλωμένος
Στάλος = σκιερό μέρος που κάθονται τα πρόβατα το μεσημέρι
Στέρφος-α = στείρος-στείρα
Στέρφα (η): Η στείρα θηλυκιά, (και για γυναίκα λεγόταν παλιά)
Στιφάν' = γκρεμός
Στουμπίσκα: χτύπησα και ίσως έκανα μελάνιασμα
Σχιαρίκια = αμοιβή σε κάποιον που φέρνει καλά νέα
Συμπράγκαλα = αποσκευές
Συρμή = κρυολόγημα
Τ
Ταπίστομα, ''...την ιχι τ' απίστομα...''= μπρούμητα
Ταχειά = αύριο
Τένγκ' = μπόγος ρούχων;
Τζιούφλια (...α ικι απχατ...έβγαλαν τα τζιούφλια τς...) = μάτια
Τουρός (ο): Τα ίχνη (πατημασιές) των ζώων πάνω στο χιόνι ή πάνω στον κουρνιαχτό (σκόνη)
Τρανός = μεγάλος
Τραπέτσς=ξινό (τραπέτσς τα κουρόμπλα=κορόμηλα)
Τσακνάκι = μικρό πολύ λεπτό κλαράκι
Τσαντίλα = πανί για το στράγγισμα του τυριού
Τσάρκος (ο): Ο παιδότοπος της στάνης. Μια καλύβα που βάζουν τα νεογέννητα αρνιά, όταν οι μανάδες τους πάνε για βοσκή.
Τσιαούλι = η κάτω γνάθος
Τσιατμάς = διαχωριστικό δωματίου από άχυρο , λάσπη και ξύλα
Τσιατσιούλι: μικρός τροβάς
Τσιόναμ=έτσι λένε τα κορίτσια-(έλα σιαδω-κατά δω- τσιόναμ να σι πω)
Τσιάχαλο = σκουπίδι
Τσιακλατάω = χτυπάω τα αυγά
Τσιοκάνι (το): Το πλακέ κουδούνι για τα γίδια, (ο άνθρωπος χωρίς μυαλό...)
Τσιοκάνσμα = τρόπος στειρώσεως ζώου
Τσιρέπια = κάλτσες χοντρές πλεκτές
Τυράω = κοιτώ ,βλέπω
Τ'φάν' = περαστική δυνατή βροχομπόρα ή μπόρα της στιγμής
Φ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου